ἀναθυμίασις

ἀναθυμίασις
ἀναθυμίασις
rising invapour
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀναθυμιάσις — ἀναθυμιάσῑς , ἀναθυμίασις rising invapour fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθυμιάσει — ἀναθυμίασις rising invapour fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀναθυμιάσεϊ , ἀναθυμίασις rising invapour fem dat sg (epic) ἀναθυμίασις rising invapour fem dat sg (attic ionic) ἀναθυμιά̱σει , ἀναθυμιάω vaporize aor subj act 3rd sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθυμιάσεις — ἀναθυμίασις rising invapour fem nom/voc pl (attic epic) ἀναθυμίασις rising invapour fem nom/acc pl (attic) ἀναθυμιά̱σεις , ἀναθυμιάω vaporize aor subj act 2nd sg (attic epic doric) ἀναθυμιά̱σεις , ἀναθυμιάω vaporize fut ind act 2nd sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθυμιάσεσι — ἀναθυμίασις rising invapour fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθυμιάσεσιν — ἀναθυμίασις rising invapour fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθυμίασιν — ἀναθυμίασις rising invapour fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αισθητικός — ή, ό (Α αἰσθητικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα αισθητήρια και στις αισθήσεις ή στην αντίληψη διά μέσου τών αισθήσεων 2. αυτός που μπορεί να αισθάνεται, ο δεκτικός σε ερεθίσματα τού έξω κόσμου ή τού ίδιου τού σώματός του νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • αναθυμίαση — η (Α ἀναθυμίασις) [ἀναθυμιῶ] διάχυση αερίων, κυρίως δύσοσμων ή δηλητηριωδών, απόπνοια νεοελλ. δυσάρεστη ή επιβλαβής οσμή …   Dictionary of Greek

  • κάρι — (I) κάρι, εως, τὸ (Α) κάρον*, κύμινο («ἀπὸ κάρεως ἀναθυμίασις», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κάρον* κατά τα ουδ. ον. σε ι, εως που δηλώνουν φυτά (πρβλ. ζιγγίβερι, εως)]. (II) το σκόνη από διάφορα μπαχαρικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. curry <… …   Dictionary of Greek

  • ԳՈԼՈՇԻ — (շւոյ, շոյ, շեաց.) NBH 1 0566 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 11c, 12c գ. ԳՈԼՈՇԻ կամ ԳՈԼՈՐՇԻ ἁτμίς, ἁτμός vapor, ἁναθυμίασις exhalatio որ եւ ՇՈԳՈԼԻ. Շոգի ջերմ. գոլ եւ ոգի. մշուշ շողագին. ծուխ խոնաւութեանց, եւ այլոց… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”